- μακιαβελικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Νικολό Μακιαβέλι και τις θεωρίες του (βλ. μακιαβελισμός): Χρησιμοποιεί πάντα μακιαβελικά μέσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.